προσυστολικός

προσυστολικός
-ή, -ο, Ν [προσυστολή]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσυστολή
2. αυτός που συμβαίνει κατά την προσυστολή
3. φρ. «προσυστολικό φύσημα» — φύσημα τού οποίου η ακρόαση είναι σημείο στένωσης τής μητροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”